-
1 μεσσοπαγής
μεσσο - παγής, ές ( πήγνῦμι): fixed up to the middle; ἔθηκεν ἔγχος, drove the spear half its length firm into the bank, Il. 21.172 (v. l. μεσσοπαλές, ‘vibrating to the middle’).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεσσοπαγής
-
2 μεσσοικέται
μες<ς>οικέται· μέτοικοι, ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῦντες, Hsch. [full] μές<ς>οπα· ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον, Id.; cf. μέσαβον. [full] μεσσο-παγής, [suff] μεσσο-παλής, v. μεσοπ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσοικέται
-
3 μεσοπαγής
A fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος drove it in up to the middle, Il.21.172:—Aristarch. preferred the v.l. [full] μεσσοπαλές, quivering up to the middle (cf. Hsch.); but it is doubtful whether - παλές could mean quivering, and μεσσοπαγής is found in late Poets, as Nonn.D.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπαγής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский